Κλάψε, παλιάτσο!

Το άρθρο αυτό του Αριστείδη Χατζή, δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011 στην εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’.

 

Για να παραφράσουµε τη γνωστή ρήση του Εγκελς (που αντέγραψε ο Μαρξ), στην Ελλάδα η Ιστορία επαναλαµβάνεται σαν φαρσοκωµωδία. Διότι µόνο ως φαρσοκωµωδία µπορεί να χαρακτηριστεί αυτό που διαδραµατίζεται αυτές τις ηµέρες στην Πλατεία Συντάγµατος ένθεν κακείθεν. Σ’ αυτή τη φαρσοκωµωδία έχουµε τουλάχιστον δύο σκηνές: τη σκηνή στο παλκοσένικο και τη σκηνή στον δρόµο. Οµως παίζεται το ίδιο έργο και µάλιστα της ίδιας τεχνοτροπίας. Διότι και τα δύο έργα που βλέπουµε αποτελούν χαρακτηριστικά δείγµατα Κοµέντια ντελ’ Αρτε: έχουµε µασκαράδες που αυτοσχεδιάζουν, προδοσίες και απελπισία ταυτόχρονα µε κωµικοτραγικά στιγµιότυπα, γελοίους χαρακτήρες και φυσικά πονηρούς υπηρέτες που είναι έτοιµοι να χρησιµοποιήσουν κάθε είδους δολοπλοκία για να πετύχουν τους σκοπούς τους.

Το υποτυπώδες σενάριο είναι το ίδιο: οι ηθοποιοί στο παλκοσένικο έχουν κάνει τη ζηµιά και τώρα παριστάνουν ότι δεν έχουν καµία ευθύνη, οι ηθοποιοί στον δρόµο που συµµετείχαν ως ηθικοί αυτουργοί και ταυτόχρονα συνεργοί σ’ αυτή τη ζηµιά, παριστάνουν τώρα και αυτοί ότι δεν είχανε ποτέ καµία ευθύνη – ούτε καν γνώριζαν. Εχουν κρυφτεί και οι δύο κάτω από το τραπέζι και επειδή δεν τους χωράει µαζί, σπρώχνει ο ένας για να διώξει τον άλλον. Συνήθως οι σκηνές αυτές γίνονται ακόµα πιο κωµικές όταν οι χαρακτήρες τους νοµίζουν ότι πρωταγωνιστούν σε τραγωδία. Μετατρέπονται όµως σε σουρεαλιστικές όταν απέναντι από τη µία σκηνή δεν υπάρχουν θεατές αλλά η άλλη σκηνή. Ο αντικατοπτρισµός που δηµιουργείται τυφλώνει τους πάντες.

Αυτό το θέατρο εν θεάτρω µπορεί να αρχίζει σαν φαρσοκωµωδία µε παλιάτσους, αρλεκίνους και κολοµπίνες, µπορεί όµως να καταλήξει µε τον τραγικό τρόπο που καταλήγει η όπερα «Παλιάτσοι» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο (την ξαναείδαµε στο Ηρώδειο από τη Λυρική Σκηνή, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών). Ο Παλιάτσος πριν εγκληµατήσει έχει χάσει την ικανότητα να διακρίνει την πραγµατικότητα από τη φαντασία. Περιφέρεται ζαλισµένος στη σκηνή µην ξέροντας τι να κάνει, ποιος είναι ο ένοχος, πώς θα τον βρει και µε τι τρόπο θα τον τιµωρήσει. Είναι ταυτόχρονα τραγικός και γελοίος. Είναι τραγικός γιατί τον πρόδωσαν, είναι γελοίος γιατί δεν καταλαβαίνει ότι κι αυτός είναι υπεύθυνος για την τραγική κατάληξη. Ο Παλιάτσος, όπως και οι «Αγανακτισµένοι» εντός και εκτός Βουλής, πάσχουν από αυτό που οι ψυχολόγοι ονοµάζουν «γνωστική ασυµφωνία» (cognitive dissonance), δηλαδή την τάση που όλοι έχουµε, λίγο – πολύ, να σφραγίζουµε τα µάτια µας και τα αυτιά µας για να µην ακούσουµε κάτι που θα διαψεύσει την όµορφη εικόνα που έχουµε πλάσει για τον εαυτό µας.

Οταν η αντιπαράθεση αυτών που πιστεύουµε µε αυτά που η εµπειρική πραγµατικότητα µας υποχρεώνει να δεχτούµε, δηµιουργεί δύο γνωστικά αντιφατικούς κόσµους (τον κόσµο της ειδυλλιακής φαντασίας και τον κόσµο της σκληρής πραγµατικότητας), πολύ συχνά, αντί να προσαρµόσουµε τη συµπεριφορά µας στην πραγµατικότητα, προτιµούµε να προσαρµόσουµε την εικόνα µας για την πραγµατικότητα στην ψευδή εικόνα του εαυτού µας. Χώνουµε το κεφάλι µας στο χώµα, σαν τη στρουθοκάµηλο και ελπίζουµε ότι έτσι η πραγµατικότητα ίσως να πάψει να υπάρχει.

Αλλά στην περίπτωσή µας αναπαράγεται και µία άλλη κλασική σκηνή του κωµικού θεάτρου: ο πρωταγωνιστής κοιµάται και βλέπει ένα ωραίο όνειρο γεµάτο έρωτες και ηρωισµούς αλλά όταν τον ξυπνάνε, ενώ αγανακτεί που τον ενόχλησαν, συνεχίζει να ονειρεύεται. Σ’ αυτήν τη θέση µεταξύ ύπνου και ξύπνου µπορεί να δει κανείς τα πιο ζωηρά όνειρα. Μπορεί να νοµίσει ότι διαβουλεύεται στην Αθήνα του Περικλή ή φυλάει τις Θερµοπύλες µε τον Λεωνίδα, µπορεί να πιστέψει ότι ανατινάζει τους Γερµανούς στον Γοργοπόταµο ή ότι διαδηλώνει στα Ιουλιανά ενάντια στο βασιλικό πραξικόπηµα µε το δικαίωµα που του δίνει το άρθρο 114.

Αυτό όµως που είναι τραγικό και συνάµα γελοίο στην υπόθεσή µας είναι ότι οι πρωταγωνιστές και στις δύο σκηνές είναι τα ίδια πρόσωπα που παίζουν τον ίδιο ρόλο µε άλλα ρούχα, ελπίζοντας να µη διαπιστωθεί η οµοιότητα. Αυτοί που βγάζουν αποφάσεις στην «παραεκκλησία του δήµου» δεν είναι άγνωστοι, δεν έχουν προκύψει από παρθενογένεση, δεν χρησιµοποιούν καν διαφορετικές µεθόδους ή έχουν άλλους στόχους. Οι άλλοι που εργάζονται στο παλκοσένικο, οι επαγγελµατίες ηθοποιοί, δεν είναι θίασος που µας επισκέπτεται, δεν είναι άγνωστοι οι πρωταγωνιστές του. Εχουµε πληρώσει το εισιτήριο για να τους δούµε. Τώρα βέβαια θέλουµε τα λεφτά µας πίσω γιατί δεν µας αρέσει το τέλος. Αλλά έπρεπε να το προβλέψουµε όταν γράφαµε µαζί τους το σενάριο.

—————————————————————————————————————-
Ο Αριστείδης Χατζής είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσµών στο Τµήµα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήµης του Πανεπιστηµίου Αθηνών

Comments are closed.


Show Buttons
Hide Buttons