Έθνος – ζητιάνος;
Συγγραφέας: Μιχάλης Κούτρας | Ημερομηνία: 12 Jun 2011
Δεν ήταν από τύχη που έπιασα ξανά στα χέρια μου τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη “Οι Γυναίκες με τ’ Αλογίσια Μάτια”. Την πρωτοδιάβασα πριν από πολλά-πολλά χρόνια και θυμόμουν καλά την εντυπωσιακή ανάλυση του ποιητή για τους ζητιάνους. Την αναζήτησα όταν ακούγοντας άλλη μία -και καλά- ανάλυση του γιατί δεν πρέπει η χώρα μας να εξοφλήσει τα χρέη της, ένιωσα πως κάποιοι επιθυμούν συνειδητά να γίνουμε έθνος-ζητιάνος. Όχι μόνο γιατί στη ζητιανιά δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα καθώς η μία πλευρά πάντα μόνο δίνει και η άλλη πάντα μόνο παίρνει, και αυτοί που προτείνουν να μην πληρώσουμε τα χρέη μας υπερασπίζονται ακριβώς αυτό, αλλά και διότι αν ακολουθήσουμε τις ‘θαυματουργές’ τους λύσεις είναι βέβαιον πως θα απαξιωθούμε σε επίπεδο ζητιάνου.
Αλλά, ας θυμηθούμε τον Λειβαδίτη:
“…είναι μια ολόκληρη ιστορία, αλήθεια, τούτος ο ζητιάνος
κάποτε του ήταν αδύνατο να ζητιανέψει, ντρεπότανε κι έκλαιγε.
Ώσπου άγρυπνος νύχτες ολάκερες έπεισε τον εαυτό του
πως οι άνθρωποι του χρωστάνε μια περιουσία τεράστια
που καταχράστηκαν απ’ αυτόν, είτε παλιότερα,
απ’ τούς μακρινούς προγόνους του. Άφησε λοιπόν γένια, φόρεσε κουρέλια,
κρέμασε στη φωνή του κι αυτό το ραγισμένο σήμαντρο
προσπαθώντας να κρύψει το τρομερό πρόσωπο της δικαιοσύνης
ή ίσως γιατί ήξερε πως στο βάθος οι άνθρωποι είναι πιότερο πονετικοί
παρά δίκαιοι. Και στέκεται τώρα, χρόνια, εκεί, με το χέρι απλωμένο
μαζεύοντας δεκάρα-δεκάρα όλα τα προαιώνια,
ανεξόφλητα χρέη της ανθρωπότητας στον άνθρωπο.”
Ο ζητιάνος απασχολεί κι άλλες φορές τον ποιητή. Στο ποίημα “Ίνα πληρωθή το ρηθέν” αναφέρεται “ενώ έξω ακούγεται η υπόκωφη φωνή του ζητιάνου σαν απαίτηση ενός χρέους”. Αλλά το θέμα μου σήμερα δεν είναι η ανάλυση της έννοιας του ζητιάνου στην ποίηση του Λειβαδίτη. Είναι το ερώτημα αν πείσαμε τον εαυτό μας ότι οι άλλοι μας χρωστούν και είμαστε έτοιμοι να απεκδυθούμε την αξιοπρέπειά μας και να καταστούμε έθνος-ζητιάνος. Είμαστε άραγε μια κοινωνία “money for nothing and the chicks for free“? Ακόμα και δώρο να θέλανε να μας τα κάνουνε (που προφανώς δεν θέλουν), αυτό και πάλι θα δημιουργούσε κάποιες υποχρεώσεις για μας, ίσως και απεχθέστερες από την αποπληρωμή, αφού, όπως έδειξε ο Marcel Mauss εδώ και έναν περίπου αιώνα, ήδη από τις αρχαϊκές κοινωνίες και μέχρι σήμερα, τα δώρα δημιουργούν υποχρεώσεις αμοιβαιότητας, ίσης αν όχι ακόμη μεγαλύτερης με το δοθέν. Αναλύοντας περαιτέρω ο Bourdieu, σημειώνει με νόημα πως η μη ανταπόδοση του δώρου αυξάνει το συμβολικό του κεφάλαιο το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική εξουσία (σελ 194). Τότε γιατί αυτή η θαυματουργή θεωρία της απαλοιφής του χρέους σα να μην υπήρχε, είναι τόσο δημοφιλής; Μια απάντηση μας δίνει η θεωρία του Στρουκτουραλισμού και ειδικά ο Levi-Strauss: οι κοινωνικές δομές και αλληλεπιδράσεις δεν είναι παρά αντανακλάσεις της γνωστικής μας συγκρότησης. Από μια άποψη λοιπόν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως τέτοια παιδεία και συγκρότηση έχουμε ως πολίτες, τέτοια κοινωνία φτιάχνουμε. Με άλλα λόγια, πιστεύουμε στα θαύματα γιατί μέχρι εκεί μας κόβει. Γιατί αυτή η μέθοδος αναλογεί στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού μας. Εδώ πιστέψαμε υστερικά στον Καματερό, στον Καζάκη θα κωλώναμε;
Κατά τη δική μου άποψη, δεν είναι δυνατόν να έχουν όλοι ή οι περισσότεροι έστω πολίτες την ευχέρεια και τα εργαλεία να ερμηνεύουν τα απειράριθμα και αντιφατικά ερεθίσματα που εισπράτουν καθημερινά και να συγκροτούν ορθολογικές επιλογές. Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας αντιλαμβάνεται μια κατάσταση, συνιστά γι αυτόν πραγματικότητα, ακόμα κι αν άλλοι, μπορούν να αποδείξουν ακόμα και επιστημονικά πως αυτό είναι λάθος. Όταν πρόκειται δε για γεγονότα με κοινωνική διάσταση και όχι προσωπικά, τείνουν να αναζητούν ασφάλεια στους κόλπους μεγάλων ομάδων και να ταυτίζονται με τις αφηγήσεις που συμπλησιάζουν στην οπτική τους. Μοιραία, επιλέγουν από τις υπάρχουσες. Έτσι, οι άνθρωποι καταλήγουν να πιστεύουν στα θαύματα και τις ψευδο-ηρωικές αφηγήσεις τύπου Μίκη Θεοδωράκη, μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν στη διάθεσή τους κάποια άλλη επιλογή, αφού δεν είναι μυστικό πως οι βασικές μεγάλες αφηγήσεις της μεταπολεμικής μας πολιτικής ζωής, η δεξιά και η κεντροαριστερή, απέτυχαν και καταρρέουν παρά τις όποιες και σκόρπιες επί μέρους επιτυχίες τους. Η υστέρηση των τελευταίων βέβαια αντανακλά το επίπεδο μιας αδύναμης κοινωνίας όπως εύστοχα σημειώνει σε άρθρο του ο Γιώργος Σιακαντάρης. Εντούτοις φαίνεται πως οι ιδεολογικές και πολιτικές ελίτ που μας κυβερνούν, δεν νιώθουν ιδιαίτερα στην πλάτη τους το σπρώξιμο κάποιας νεόκοπης ελίτ (για να θυμίσω τη ρήση του Λένιν πως “κανένα καθεστώς δεν έπεσε χωρίς σπρώξιμο”), και όσο συμβαίνει αυτό, θα παραμένουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο, με εκείνη ή την άλλη μορφή, στην εξουσία. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, μιας και η άλλη επιλογή θυμίζει την κατάρρευση στο κενό των πάλαι ποτέ κομμουνιστικών ελίτ στην ανατολική Ευρώπη, που συνοδεύτηκε από το απόλυτο χάος το οποίο χρειάστηκε πολλά χρόνια για να καλυφθεί, με άλλοτε άλλη επιτυχία.
Νομίζω πως τα πράγματα έχουν πια απλοποιηθεί. Έχουμε δύο επιλογές: ή θα επαναδιατυπώσουμε ως έθνος τις μεγάλες μας πολιτικές αφηγήσεις με τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν παιδεία, υγεία και κοινωνική δικαιοσύνη με επάρκεια κοινωνικής κινητικότητας, ή θα καταστούμε έθνος-ζητιάνος. Αλλά ενώ η λογική προβάλλει αυτές τις δύο επιλογές, το πολιτικό μου αισθητήριο μου λέει πως θα σερνόμαστε για όσο το δυνατόν περισσότερο χρονικό διάστημα στην ακμή ανάμεσα στις δύο επιλογές, μην κάνοντας ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Και η ακμή, κόβει. Και συσσωρεύει πόνο.
| Σχολιάστε το κείμενο