Νέο Μουσείο Ακρόπολης: Σύμβολα και Σημεία Πολιτικής Επικοινωνίας

Το παρακάτω άρθρο είναι αναδημοσίευση από το ιστολόγιο “ΕΛΛΑΔΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ “. Εγώ προσέθεσα μόνο την εικόνα του μουσείου. Το βρίσκω οξυδερκές, διαβάστε το.

“Θα στο ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής: ούτε αρχαιολόγος είμαι ούτε ιστορικός τέχνης. Μια επίσκεψη πήγα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης και από επαγγελματική διαστροφή κάθισα να σκεφτώ και να γράψω δυο λόγια για τα ίχνη που χάραξε στο δικό μου πεδίο ενδιαφέροντος: την πολιτική επικοινωνία.
Κάθε μνημείο και κατασκευή ανθρώπινη έχουν αναπόφευκτα και την πολιτική τους πλευρά. Επικοινωνείται πέρα από την αισθητική, λειτουργική, θρησκευτική ή άλλη  αντίληψη και η πολιτική συνιστώσα της ιστορικής συγκυρίας από την οποία  προέρχεται το κάθε μνημείο. Η ίδια η Ακρόπολη, ο Παρθενώνας, τα άλλα μνημεία μικρά και μεγάλα, τα ευρήματα, τα αγάλματα προέκυψαν σε μια ορισμένη ιστορική και πολιτική πραγματικότητα και από ιστορικό καπρίτσιο κάποια από αυτά εξακολουθούν να παίζουν το ρόλο τους στη ροή του πολιτικού χρόνου ακόμη και σήμερα. Ο Έλγιν, η Βρετανία, η Μελίνα Μερκούρη, μπλέκονται σε ένα ιστορικό γαϊτανάκι που περιλαμβάνει και σχέσεις κρατών και μικροκομματικά παιχνίδια και ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία και πρωτόκολλα εθιμοτυπίας, ποιον καλέσαμε, ποιον αφήσαμε απέξω, τι είπε ο Σαμαράς και πως τον κοίταζε η Ντόρα. Όλα μαζί μπλεγμένα γύρω από ένα μνημείο, γύρω από πολλά μνημεία στην πραγματικότητα, που ανήκουν και στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά αλλά και οριοθετούνται από την ημέτερη πολιτική διαχείριση του χώρου και του χρόνου. Ζητάμε τα μάρμαρα από τη Βρετανία ώστε να τα ενώσουμε με τον τόπο τους, τον χώρο τους δηλαδή και το φυσικό αισθητικό τους περιβάλλον. Απέναντι όμως από την κοιτίδα τους. Σε δυο διαφορετικούς χωρικούς ορίζοντες. Αντικριστά.  Έτσι αποφασίσαμε, έτσι κάναμε. Οι Καρυάτιδες στεγασμένες και οι κολώνες του Παρθενώνα ημιυπαίθριες. Νάτη η νεοελληνική αντίληψη για την αρχιτεκτονική του ιστορικού τοπίου. Από την άλλη, τα μάρμαρα τα ζητούσαμε πάντοτε πίσω, με διαφορετική ένταση βέβαια, αλλά τώρα με το Νέο Μουσείο βρήκαμε άλλο ένα επιχείρημα. Έτσι διαχειριζόμαστε εμείς το χρόνο του μνημείου. Τώρα το χτίσαμε, τώρα θέλουμε πιο πολύ τα μάρμαρα. Λες κι ο χρόνος που πέρασε ήταν δικός μας κι όχι του Παρθενώνα. Με αρκετή πολιτική αντιπαράθεση, με μπόλικη ελληνική ραθυμία, με έντονη την οσμή ενός ιδιότυπου αρχαιο-ιστορικού εθνικού “τάματος” το Μουσείο ορθώθηκε μετά από καιρό και μαζί του ορθώθηκε και μια νέα επιχειρηματολογία για την επιστροφή των κλεμμένων. Χώρος και χρόνος λοιπόν διαμορφώθηκαν και διαμόρφωσαν μια νέα αισθητική πραγματικότητα, σμιλεμένη από τη νεοελληνική πολιτική. Δεν κρίνω το αποτέλεσμα, δεν είμαι ειδικός. Αποτυπώνω το γεγονός ότι οι πολιτικές μας επιλογές, ή οι καλώς -και ίσως και κακώς – νοούμενες πολιτικές σκοπιμότητες αναδιάταξαν τον ιστορικό και τον καλλιτεχνικό χώρο του μνημείου.

acropolismuseum

Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Το βλέμμα ξεχειλίζει από το κτίριο. Δεν το χωρά ολόκληρο. Είναι large. Μόνο ανθρώπινα μέτρα δεν συναιρίζεται. Μπαίνοντας στο χώρο, αγχωμένες ελίτσες, φυτωρίου, πάνω σε γκαζόν συμπυκνώνουν συμβολικά τη νεοελληνική αντίληψη στη διακοσμητική κήπων. Νεοελληνική “λεβεντιά” που δεν ανέχεται πέτρες και λιοπύρι αφού θέλει το μάτι να το ξεκουράζει στο ξενόφερτο – και υδροβόρο- γκαζόν. Αισθητική αυθαίρετης μαιζονέτας. Πουθενά στο χώρο φυτά της ελληνικής υπαίθρου, πουθενά λευκό και γαλάζιο. Μόνο γκρίζο και λαδί. Γκρίζος γρανίτης, σκούρο τζάμι, λαδένιες ελιές παρατεταγμένες. Μην απογοητεύεσε γιατί τα χρώματα των ευρημάτων μέσα στο Μουσείο διαψεύδουν την εικαστική αδυναμία της περιβόλου. Η μαρμάρινη κουκουβάγια -αποκομένη από τα αδέρφια της που ξαπλώνουν στο εσωτερικό του Μουσείου- στέκει στωικά να κοιτάζει τη μικρή ουρά που σχηματίζεται από τουρίστες κι επισκέπτες. Να σκεφτώ ότι τη βάλαν εκεί για δείγμα; Για να ξέρει κανείς τι πρόκειται να “αγοράσει” και σε ποιο “μαγαζί” μπαίνει; Αν κοιτάξεις κάτω, το μάτι αλαφραίνει στις καφετιές πέτρες της ανασκαφής, στα αλλοτινά ψηφιδωτά πατώματα, φωνές από μια άλλη αισθητική που η νομοτέλεια την πέρασε κάτω από τα πόδια μας και την έβγαλε από τη ματιά μας. Κάτω λοιπόν τα σπουδαία πάνω τα μοντέρνα και προχωράμε. Γκισέ ταμείων μπροστά σου, πωλητήριο αναμνηστικών πίσω σου και μουσειακός χώρος αριστερά σου. Όλα στο οπτικό σου πεδίο. Παιδεύεται το μάτι και το μυαλό να προσανατολιστεί να βάλει προτεραιότητες να συνταχτεί. Ένα χώρισμα θα βοηθούσε. Και θα κατέλυε την προσμονή για το χώρο. Τώρα βγάζεις το εισητήριο και ρίχνεις κλεφτές ματιές στα πρώτα εκθέματα. Δε θα σου μιλήσω για τα εκθέματα. Να πας να τα δεις και να τα αφουγκραστείς. Το κτίριο που θα έπρεπε να αγκαλιάζει την τέχνη του μέτρου,  το ίδιο ορίζει την υπερβολή. Μεγάλοι χώροι που απαιτούν να περιφέρεσαι από εποχή σε εποχή, από μνημείο σε μνημείο. Σκληρές κάθετες γραμμές τσιμεντένιες, μεγάλες γυάλινες επιφάνειες, διακόσμηση στο υπόβαθρο με βιομηχανικά στοιχεία εντελώς ανίκανα να στηρίξουν κλασσική τέχνη. Το κτίριο δε διαφοροποιείται για να υπηρετήσει τον προορισμό του. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κτίριο γραφείων εταιρείας, βιβλιοθήκη πανεπιστημίου ή μουσείο σύγχρονης τέχνης. Πουθενά δεν αυτοπεριορίζεται για να αναδείξει την πολύ ιδιαίτερη  χρήση του.

Η κάθετη αντίληψη που το χαρακτηρίζει -ανεβαίνεις διαρκώς για να καταλήξεις στον εξώστη και να δεις την Ακρόπολη – είναι προσόν.  Η εναλλαγή της έντασης του φυσικού φωτισμού μειονέκτημα. Όμως κι εδώ η κατακλείδα είναι άλλο ένα πωλητήριο αναμνηστικών και…η καφετέρια. Κάθεσαι λοιπόν να διαλεχθείς με τον Παρθενώνα απολαμβάνοντας ένα φρέντο! Οι επιλογές της διακόσμησης φτωχές. Φωτιστικά στοιχεία που ήδη έχουν αρχίσει να φθείρονται, μεταλλική “πέργκολα” -για να καλύψει τα υπαίθρια τραπεζάκια – και πολύς κόσμος να περιμένει για μια θέση. Όχι, δεν είσαι στο roof garden ενός -μέτριου- ξενοδοχείου αλλά στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης! Για τα πωλητήρια αναμνηστικών τι να σου πω! Τα ελάχιστα καλά βιβλία καλύπτονται από…κατακκόκινα φουλάρια. Ναι, φουλάρια! Τώρα αν εσύ περίμενες να βρεις αγαλματάκια, περίτεχνα αντίγραφα και τα συναφή…έχασες!

Συνολικά, η αίσθηση που σου απομένει είναι μια μαρμάρινη βοή. Οι Καρυάτιδες χάνονται στον κόσμο, τα επί μέρους ευρήματα αναμειγνύονται μεταξύ τους, χαίρεσαι όταν ανακαλύπτεις μικρο-αριστουργήματα πίσω από δομικά στοιχεία του κτιρίου αλλά νιώθεις ότι όλα μαζί σου φωνάζουν -σαν χαμένα- “που είμαστε; που πρέπει να πάμε τώρα;” Η συνολική τοποθέτηση των ευρημάτων δεν είναι ομοιόμορφη. Αλλού τα μάρμαρα που ήταν τοποθετημένα ψηλά στον Παρθενώνα είναι επίσης τοποθετημένα ψηλά και στο Μουσείο, ενώ άλλα το αντίστροφο. Η εσωτερική συμβολική επικοινωνία με τον επισκέπτη χάνεται, διασπάται διαρκώς. Βοή και οχλαγωγή αγαλμάτινη.

Νεοέλληνά μου, είτε το θέλεις είτε όχι ο αρχαιολόγος του μέλλοντος θα ανασκάψει δυο μνημεία. Θα ξέρει – ή θα εικάσει εύλογα!- ότι το ένα χτίστικε για να συμπληρώσει το άλλο. Το νεώτερο κατασκευάστηκε ώστε να λειτουργήσει ως προθήκη, ως συμπλήρωμα ως κάτι άλλο τέλος πάντων αλλά πάντα σε αδιάσπαστη σχέση με το αρχαιότερο. Ωστόσο, θα συμπεράνει ο μελλοντικός αρχαιολόγος ότι κάθε ένα από τα δύο μνημεία δεν είναι παρά το αποκύημα της  δικής του εποχής. Ο Πελοπονησσιακός Πόλεμος, η αρχαία Αθήνα, οι τρομερές πολιτικές συγκρούσεις της εποχής παρήγαγαν Παρθενώνα και μνημεία ανεπανάληπτα. Η νεοελληνική πραγματικότητα παρήγαγε άλλης ποιότητας κι αισθητικής κτίριο-Μουσείο, που όπως σου είπα δεν είμαι ειδικός να το κριτικάρω, όμως μπορώ να πω ότι δεν χαρακτηρίζει και δεν συνοψίζει μια αισθητική άποψη συνέχειας και συνεκτικότητας με το αρχικό μνημείο, τα μέλη του οποίου κλήθηκε το νεώτερο να διαφυλάξει. Ούτε με το γύρω περιβάλλοντα χώρο έχει σχέση το κτίριο. Μπορεί να αποκτήσει στο μέλλον βέβαια. Άλλες πολιτικές μπορεί να διαμορφώσουν ένα άλλο αστικό τοπίο. Το Μουσείο όμως ενσωματώνει πλήρως κάθε νεοελληνική ευπρέπεια ή απρέπεια αισθητική ή αρχιτεκτονική. Τελικά βέβαια και πολιτική.”

One response to “Νέο Μουσείο Ακρόπολης: Σύμβολα και Σημεία Πολιτικής Επικοινωνίας”

  1. AntonisCh. says:

    Χαμένη η «αίσθηση του ιερού»
    Tου Xρηστου Γιανναρα

    H λέξη «ιερό» δεν παραπέμπει αποκλειστικά σε θρησκευτικές προσλαμβάνουσες. Δήλωνε πάντα και ό,τι προκαλεί κοινό αίσθημα δέους, το σέβας όλων ή των πολλών. Ο τόπος ή τα σημάδια ενός με πανανθρώπινη σημασία κατορθώματος στο πεδίο των σχέσεων κοινωνίας, των πρωτοπόρων γνωστικών κατακτήσεων, της αποκαλυπτικής τέχνης, της θυσιαστικής ανιδιοτέλειας ήταν πάντοτε κάτι το «ιερό». Λειτουργεί το ιερό σαν μέτρο ή κριτήριο εντοπισμού μιας πραγματικότητας που τη νιώθουμε να μας υπερβαίνει, να ξεπερνάει την τύρβη της χρησιμοθηρίας και ιδιοτέλειας, να μην υποτάσσεται ούτε και στη γλωσσική αντικειμενοποίηση. Γι’ αυτό λειτούργησε η κοινή «αίσθηση του ιερού» και σαν άξονας αναφοράς της ευθύνης των ανθρώπων, μέτρο για να κρίνονται και να αξιολογούνται οι πράξεις, οι ποιοτικές ιεραρχήσεις.

    Δύσκολο να οριστεί με έννοιες η «αίσθηση του ιερού» και ακόμη δυσκολότερο να καταστεί κοινό κτήμα. Χρειάζεται μακρά διαδοχή γενεών, ίσως για αιώνες πολλούς, προκειμένου να φτάσει να λειτουργεί σε μια κοινωνία η «αίσθηση του ιερού». Και αρκούν ελάχιστα χρόνια για να χαθεί αυτή η «αίσθηση». Από την αρχαία κιόλας εποχή και για αναρίθμητους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η Αττική ήταν τοπίο ιερό: Εδώ γεννήθηκε το άθλημα της «πόλεως» και η «πολιτική» κοινωνία, άνθησε η κριτική σκέψη και η τέχνη η αποκαλυπτική του «αληθούς». Το φως, η βλάστηση, το χώμα και η θάλασσα δέθηκαν οργανικά με τα αρχαία χτίσματα και αγάλματα, με τους περιώνυμους τόπους των συλλογικών κατορθωμάτων –υπέβαλαν πανανθρώπινη την αίσθηση της ιερότητας. Αρκεσε μία και μόνη γενιά Νεοελλήνων με χαμένη την αίσθηση του ιερού (η γενιά της «ανοικοδόμησης» μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο) και η Αττική δεν υπάρχει πια ούτε σαν ιστορικό τοπίο ούτε σαν βιώσιμο φυσικό περιβάλλον.

    Τον τελευταίο «θρήνο» για την Αττική τον έγραψε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης: «Γαίας ατίμωσις» («Κείμενα», εκδ. ΜΙΕΤ). Ο ίδιος πρόλαβε να διαμορφώσει τον χώρο γύρω από την Ακρόπολη και του Φιλοπάππου, και καυχόταν με συγκίνηση ότι η πολυτιμότερη ανταμοιβή γι’ αυτό το έργο του ήταν ο λόγος αλλογενούς ομοτέχνου του: «πέτυχες να αναδείξεις την ιερότητα του τοπίου». Λίγες δεκαετίες αργότερα, στη λεηλατημένη από το κάλλος της και την παράδοσή της Θεσσαλονίκη, ένας άλλος αρχιτέκτονας, ο Κυριάκος Κρόκος, κληροδοτούσε στην πόλη πολύτιμο αποτύπωμα αίσθησης του ιερού, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Σήμερα, στο θαυμαστής σεμνότητας και αρχιτεκτονικής ιδιοφυΐας έργο του Κρόκου ασελγεί ανήκουστα μια Δημοτική Αρχή τυπικά βάνδαλων Νεοελλήνων: Κοτσάρει στο ζωτικό για την έξωθεν θέα του αρχιτεκτονήματος χώρο ένα θηριώδες, νεοπλουτίστικου επαρχιωτισμού Δημαρχείο, προσβολή βάναυση όποιου υπολείμματος αισθητικής και αξιοπρέπειας σώζει η Θεσσαλονίκη.

    Γιατί όχι, αφού είναι πια χαμένη η αίσθηση του ιερού. Γιατί όχι, αφού έχει προηγηθεί, δίχως τον παραμικρό ξεσηκωμό αντίστασης ή διαμαρτυρίας, η κορυφαία ύβρις, μνημείο στο διηνεκές του ανίερου: το καινούργιο Μουσείο της Ακρόπολης των Αθηνών, ασέλγημα ελβετικό κατέναντι του Ιερού Βράχου, του ιερότερου στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.

    Δεν γινόταν αλλιώς, έχει νομοτέλεια η Ιστορία. Με κατεστραμμένη τελεσίδικα την Αττική, με την παρανοϊκά πολυώροφη τσιμεντένια λέπρα να πνίγει από παντού ασφυκτικά τον Ιερό Βράχο, να θάβει σε τριτοκοσμική αθλιότητα τα σημάδια της κλασικής Ελλάδας, δεν μπορούσε να υπάρξει συνεπέστερη έκφραση απώλειας κάθε αίσθησης του ιερού. Το Μουσείο που μας έστησε ο Ελβετός Bernard Tschumi είναι η ευστοχότερη χλεύη για τον παρακμιακό επαρχιωτισμό μας.

    Κάπου πρέπει να χαρακτούν ανεξίτηλα τα ονόματα προέδρου και μελών της επιτροπής που προέκρινε τον εφιαλτικό αυτόν αρχιτεκτονικό θρίαμβο του ανίερου. Αλλά και το όνομα του θλιβερού υπουργίσκου που συγκρότησε, με ονόματα φανταχτερά για επαρχιώτες, την επιτροπή. Να αποτυπωθεί κάπου επώνυμα η αυτουργία της συλλογικής ντροπής, του κατεξευτελισμού μας των Ελλήνων. Με την απαλλακτική προσθήκη πως δεν γινόταν αλλιώς. Η αίσθηση του ιερού έχει χαθεί, σπιθαμιαίοι διαχειρίζονται τα πανανθρώπινου δέους αρχαία ίχνη του. Θέλανε οι διαχειριστές υποταγμένα τα εκθέματα του Μουσείου σε «μοδέρνα» τεχνολογικά «εφφέ» για την προτεραιότητα των εντυπώσεων (τουριστικά εμπορεύσιμων). Και στήσανε την εκτρωματική βλασφημία κατέναντι στην ιερότητα.

    Είχε προλάβει να υποβάλει μελέτη για το Μουσείο της Ακρόπολης και ο Κυριάκος Κρόκος, πρόταση θαυμαστής προσαρμογής στην ιερότητα του χώρου και του εγχειρήματος. Της έδωσαν παρηγορητικό «έπαινο», δεν είχαν τουλάχιστον την ευστροφία να προφασιστούν ότι θα ήταν ανορθογραφία μέσα στην εκβαρβαρισμένη τερατούπολη.

    Γιατί, πραγματικά, η Αθήνα σαρκώνει τον πιο εγκληματικό βανδαλισμό που συντελέστηκε ποτέ στην Ιστορία. Δεν είναι καν οικιστικός πια χώρος να ζουν, να κοινωνούν, να συμβιώνουν άνθρωποι. Είναι πρωταρχικά χώρος για να σταθμεύουν, στριμωγμένα παντού, αυτοκίνητα και να σωρεύονται σκουπίδια. Απρόσωπες τριτοκοσμικές πολυκατοικίες παρανοϊκά υπερυψωμένες και με συμπαγή «μεσοτοιχία» μεταβάλλουν τα στενάδια των δρόμων σε διαδρόμους φυλακής με πανύψηλα τείχη. Μαύρη κάπνα κολλημένη στις προσόψεις, ασχήμια και κιτσαριό, άναρχες αφισοκολλήσεις, θόρυβος ασίγαστος, οι ανθρωποκτόνοι μεταλλικοί κάνθαροι βόμβος νυχθήμερος πάνω στο σάπιο κουφάρι της πόλης.

    Αυτόν τον εφιάλτη τον ερμηνεύει το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αποτυπώνεται εκεί η αιτία του εκβαρβαρισμού, της εξευτελιστικής παρακμής: η απώλεια της «αίσθησης του ιερού». Χτίσμα προορισμένο να στεγάσει απομεινάρια του πολιτισμού των σχέσεων της «κατά λόγον» κοινωνίας, του «πολιτικού» αθλήματος για τον «κατ’ αλήθειαν» βίο, χτίζεται και οργανώνεται με τα κριτήρια της ατομοκρατίας, της προτεραιότητας των υποκειμενικών εντυπώσεων, της ωφελιμοθηρίας. Δεν είναι ο μοντέρνος αρχιτεκτονικός ρυθμός που κάνει το χτίσμα ανίερο, είναι τα κριτήρια και το ήθος του σχεδιασμού, η ανυποψίαστη ασέβεια για τα εκθέματα που διολισθαίνει στην ασέλγεια.

    Γι’ αυτό και βλέποντας το καινούργιο μουσειακό απόκτημα της πρωτεύουσας μπορεί ο υποψιασμένος να καταλάβει πολλά: Γιατί, λ.χ., σε αυτή τη χώρα οι «Αριστεροί» καίνε φασιστικότατα τις κάλπες της καθολικής φοιτητικής ψηφοφορίας, γιατί τα κοινά τα διαχειρίζονται μόνο ανίκανοι και ανυπόληπτοι, γιατί είναι αυτονόητο ο εφοριακός να χρηματίζεται, ο εργολήπτης να κλέβει, ο δημόσιος λειτουργός να εκβιάζει, το σχολειό να έχει διαλυθεί, η διπλωματία να σωρεύει ντροπές στη χώρα.

    Αναθέσαμε σε Ελβετό να κραυγάσει ότι χάσαμε την αίσθηση του ιερού.


Show Buttons
Hide Buttons