Συμμετοχικότητα a la Greca
Μερικές φορές βρίσκομαι στη θέση να εκφέρω κάτι που εγώ θεωρώ αυτονόητο, ή εύληπτο και κοινό ως συμπέρασμα, για να αντιμετωπίσω κατόπιν μια αντίδραση που -το λιγότερο- με κάνει να λάβω αμυντική θέση. Άλλοτε αποδεικνύεται ότι μου είχε διαφύγει ένας κρίσιμος παράγοντας με αποτέλεσμα να καταφύγω στην απλούστευση, και άλλοτε ότι αυτός ο παράγοντας έλειπε από τον συνομιλητή μου. Το ίδιο συνέβη σε πρόσφατη συνομιλία μου με μέλος του ΔΣ ενός πολιτικού ινστιτούτου. Στο ινστιτούτο αυτό γίνεται (ή δεν γίνεται, όπως το δει κανείς), διάλογος για μείζονα πολιτικά θέματα. Είχα την ευκαιρία (και την τιμή) να προσκληθώ κι εγώ. Διαπίστωσα ότι και εγώ και οι υπόλοιποι είχαμε στη διάθεσή μας ένα τρίλεπτο για να καταθέσουμε τις απόψεις μας. Προσπάθησα, ξεχειλώνοντας όσο μπορούσα το τρίλεπτό μου να ψελίσω δυό λόγια, χωρίς τελικά να τα καταφέρω. Αναφέρθηκα σε κάποια θέματα (πχ στο παράδειγμα του ολλανδικού intramural care, ή την έννοια του Patient Centered Medical Home – ο διάλογος ήταν για την υγεία) που είμαι βέβαιος ότι δεν συγκράτησε και δεν θυμάται κανείς. Σε συνομιλία μου αργότερα λοιπόν με το μέλος του ΔΣ, σχολίασα ότι “διάλογος δεν γίνεται με τρίλεπτα” για να υποστώ μια ‘επίθεση’ με το επιχείρημα ότι αφού είχα και εγώ το τρίλεπτό μου, δεν δικαιούμουν να ασκώ κριτική.
Τι έγινε; Διέλαθε πάλι κάτι σημαντικό του αντιληπτικού μου πεδίου; Ή μήπως διέλαθε του πεδίου του συνομιλητή μου; Ανέτρεξα για βοήθεια στους αγαπημένους μου συγγραφείς και ξαναβρήκα αυτό το απόσπασμα από μια πρόσφατη εργασία του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Harvard, Archon Fung με τίτλο “Varieties of Participation in Complex Governance”:
“Out of these many ways in which people come together to discuss public matters, three questions of institutional design are particularly important for understanding the potential and limits of various participatory forms: Who participates? How do they communicate and make decisions? What is the connection between their conclusions and opinions on one hand and public policy and action on the other?”
Ξεπερνώ το πρώτο ερώτημα και εστιάζω στο δεύτερο. Πώς επικοινωνείς με ένα συνομιλητή σου, που τον συναντάς μία και μόνη φορά (ή και δύο) και διαλέγεσαι μαζί του για τρία (ολόκληρα) λεπτά; Αν οι συνομιλητές, μάλιστα, είναι σαράντα και όχι δύο, κι έχει ο καθένας το τρίλεπτό του, αυτό δεν σημαίνει απλά τρείς ώρες συνάθροισης χωρίς αληθινή δυνατότητα συζήτησης; Πώς μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα από μια τέτοια διαδικασία; Πώς μπορεί να απαντηθεί η κρίσιμη τελευταία ερώτηση; Εκτός αν -όπως λέει ένας φίλος μου- όλα αυτά δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τα προβλήματα και τις λύσεις τους, αλλά με τους Καταλόγους της Εξουσίας και μόνο, ειδικά τώρα που η τελευταία φαίνεται να πλησιάζει.
Ίσως, τελικά, το δυσκολότερο να είναι να πείσεις κάποιους ότι σε ενδιαφέρουν αυτά καθεαυτά τα προς συζήτησιν προβλήματα και όχι η ατομική σου ανταμοιβή. Ίσως τελικά, το δυσκολότερο να είναι να καταλάβουν οι συνομιλητές σου ότι δεν έχεις ανάγκη από κανενός είδους καριέρα γιατί έχεις ήδη, από κανενός είδους μισθό γιατί βγάζεις ήδη πολλά, από κανενός είδους αξίωμα γιατί νιώθεις ήδη άξιος!
«από κανενός είδους αξίωμα γιατί νιώθεις ήδη άξιος!»
εδώ φαίνεται η σοφία της κλήρωσης που έκαναν οι Αθηναίοι προκειμένου να καλύψουν τα διάφορα «αξιώματα» της πόλης (πλην των στρατηγών, που είχαν ρόλο πέρα από πολιτικό)
όταν δεν μπορείς να «κερδίσεις» ένα αξίωμα, με θεμιτά ή όχι μέσα, αλλά καλείσαι -απλά- να το υπηρετήσεις όταν έρθει η ώρα, δεν έχεις τέτοια «πολιτικά άγχη» και επικεντρώνεσαι στα ζητήματα
κάθε Αθηναίος ήξερε ότι θα κληθεί να υπηρετήσει, από διάφορα πόστα, την Πόλη
Μακάριοι οι μη ιδόντες (την αλητεία της εξουσίας από μέσα)και πιστεύσαντες (ότι υπάρχει).
Mike καιρό έχουμε να τα πούμε….δεν περνάς απο το blog να μας βοηθήσεις ως ψυχίατρος. Βλέπεις απο κάπου πρεπει να αρχίσουμε ιδιαίτερα όταν τα πράγματα ΔΕΝ είναι όπως φαίνονται…Σε περιμένω για σχόλιο